- υγρόμετρο
- τομετεωρολογικό όργανο με το οποίο μετριέται η υγρασία ενός χώρου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υγρόμετρο — το / ὑγρόμετρον, ΝΑ νεοελλ. (μετεωρ.) όργανο για τη μέτρηση τής σχετικής υγρασίας τής ατμόσφαιρας αρχ. όργανο με το οποίο ελέγχεται το κατά πόσον είναι αμιγές ένα υγρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + μέτρον] … Dictionary of Greek
θερμοκήπιο — Στεγασμένος και περιφραγμένος χώρος με προορισμό να προφυλάξει από το χειμερινό ψύχος τα καρποφόρα και καλλωπιστικά φυτά που δεν αντέχουν στην ύπαιθρο ή για να εξασφαλίσει τεχνητά για μερικά τροπικά είδη οικολογικές συνθήκες όμοιες με εκείνες που … Dictionary of Greek
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
μετεωρολογικός — ή, ό (Α μετεωρολογικός, ή, όν) [μετεωρολόγος] (αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετεωρολογία ή στον μετεωρολόγο νεοελλ. α) «μετεωρολογικός σταθμός» ειδικό εργαστήριο για την παρατήρηση, μέτρηση, καταγραφή και εκτίμηση, με ειδικά όργανα, τών… … Dictionary of Greek
σαλινόμετρο — το, Ν τεχνολ. υγρόμετρο που χρησιμοποιείται για την μέτρηση τής αλατότητας τού θαλασσινού νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. salinometer < salin (< λατ. salinus < sal, salis «αλάτι») + meter (< μέτρο)] … Dictionary of Greek
υγρογράφος — ο, Ν (μετεωρ.) αυτογραφικό υγρόμετρο στο οποίο η υγρασία τού αέρα καταγράφεται πάνω σε χαρτί που είναι στερεωμένο σε περιστρεφόμενο τύμπανο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hygrograph (< υγρός + γράφος*)] … Dictionary of Greek
υγρομετρικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υγρομετρία («υγρομετρικές μετρήσεις») 2. φρ. «υγρομετρική κατάσταση» (μετεωρ.) ο λόγος τής πίεσης τών υδρατμών που χαρακτηρίζει μια δεδομένη χρονική στιγμή τον ατμοσφαιρικό αέρα ορισμένης περιοχής… … Dictionary of Greek
υγρός — ή, ό / ὑγρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ά και ογρός, ή, ό Ν, και ιων. τ. θηλ. ὑγρή Α 1. υδατώδης (α. «υγρό στοιχείο» η θάλασσα και, γενικότερα, τα νερά β. «ὅ σφωϊν μάλα πολλάκις ὑγρὸν ἔλαιον χαιτάων κατέχευε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ενέχει υγρασία,… … Dictionary of Greek
Ντάνιελ, Τζον Φρέντρικ — (John Frederic Daniell,Λονδίνο 1790 – 1845). Άγγλος χημικός και φυσικός. Σε ηλικία 21 ετών υπήρξε ο πρώτος καθηγητής χημείας στο King’s College, που ιδρύθηκε ακριβώς εκείνη την εποχή, και 24 ετών έγινε μέλος της Βασιλικής Εταιρείας. Ασχολήθηκε με … Dictionary of Greek
Ρενιό, Ανρί-Βικτόρ — (Regnault, Eξ λα Σαπέλ 1810 – Παρίσι 1878). Γάλλος φυσικοχημικός. Η οικογένεια του δεν ήταν εύπορη και υποχρεώθηκε να κάνει μεγάλες θυσίες για να μπορέσει να συνεχίσει τις σπουδές του. Νέος ακόμα, το 1840, διορίστηκε καθηγητής της χημείας στην… … Dictionary of Greek